-
1 στερέω
στερέω (vgl. στερίσκω u. στέρομαι), fut. στερήσω, auch στερέσω, Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 1, 850 Jac. A. P. 680. 711; aor. ἐστέρησα, auch στερέσαι, Od. 13, 262; pass. στερέομαι, dazu auch fut. στερήσομαι, Thuc. 3, 2 Xen. An. 1, 4, 8. 4, 5, 28 (s. στέρομαι), perf. ἐστέρημαι, aor. ἐστερήϑην, auch ἐστέρην, s. στέρομαι; – berauben, τινά τινος, z. B. οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληΐδος ἤϑελε πάσης, Od. 13, 262; pass., στερηϑεὶς ὅπλων, Pind. N. 8, 27; γυνὴ γὰρ ἄνδρ' ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ, Aesch. Prom. 864; γῆς πατρῴας ἐστερημένον, Eum. 725; φροντίδων στερηϑείς, Ag. 1312; ἦ γὰρ στερήσεις τῆςδε τὸν σαυτοῠ γόνον, Soph. Ant. 570; φωτὸς ἐστερημένη, Trach. 276, u. öfter; διπλῶν τέκνων μ' ἐστέρησε Φοῖβος, Eur. Andr. 1214; ἐσϑλῆς γυναικὸς στερηϑῆναι, Alc. 198, u. öfter; in Prosa: τῶν ὀμμάτων, τῆς ὄψιος στερηϑῆναι, Her. 6, 117. 9, 93; Thuc. 4, 20. 64. 73; ἐὰν ἄψυχόν τι ψυχῆς ἄνϑρωπον στερήσῃ, Plat. Legg. IX, 873 e; οἵου ἀνδρὸς ἑταίρου ἐστερημένος εἴην, Phaed. 117 d; φιλοσοφίας ἂν στερηϑεῖμεν, Soph. 260 a, u. öfter; τῆς κεφαλῆς στερηϑήσεσϑαι, Xen. Cyr. 4, 2, 32, wo Schneider aus mss. στερήσεσϑαι aufgenommen hat; Sp., wie Pol. 24, 8, 10. – Vgl. das in Prosa gew. ἀποστερέω.
-
2 στερέω
A ; otherwise [tense] pres. occurs only in form στερίσκω and compd. ἀπο-στερῶ: [tense] fut. , : [tense] aor. (lyr.), Pl.Lg. 873e, PCair.Zen.93.13 (iii B.C.); inf.στερέσαι Od.13.262
;ἐστέρεσεν IG12
(8).600.15 ([place name] Thasos), v.l. in LXX Nu.24.11, al.;στερέσας IG14.902
([place name] Capri); ἐστέρισεν ib.12(9).293 (Eretria, iv/iii B.C.), AP11.335.4, prob. for ἐστέρησεν ib.124.2 (Nicarch.): [tense] pf. ἐστέρηκα ([etym.] ἀπ-) Th.7.6, Plb.31.19.7, etc.:—[voice] Pass., [tense] pres. (apart from ἀπο-στερέομαι ) found in early writers only in forms στέρομαι, στερίσκομαι (στεροῖτο X.Cyr.7.3.14
,στερουμένους An.1.9.13
,στερεῖσθαι E.Supp. 793
(lyr.), perh. ff. ll.); part.στερούμενος Ph.Fr.29H.
, J.AJ2.7.3, Gal.18(2).19; imper. (Pergam., prob. ii B.C., but inscribed in ii A.D.); στερέσθω ib.176, 179; [ per.] 3pl.στερείσθων IG12(9).207.44
(Eretria, iii B.C.): [tense] fut.στερηθήσομαι D.C.41.7
, etc., v.l. in Isoc.6.28, cf. 7.34, but in the best codd. στερήσομαι, as in S.El. 1210, Th. 3.2, X.An.1.4.8, 4.5.28, Mem.1.1.8: [tense] aor. ἐστερήθην (v. infr.): poet. [tense] aor. 2 part. , Hec. 623, Hel.95, El. 736 (lyr.): [tense] pf. ἐστέρημαι (v. infr.);ἐστέρεσμαι An.Ox.1.394
: [tense] plpf.ἐστέρητο Th.2.65
:— deprive, bereave, rob of anything, c. acc. pers. et gen. rei,οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληΐδος ἤθελε Od.13.262
;ἄνδρ' ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ A. Pr. 862
, cf. S.Ant. 574, E.Heracl. 807, etc.; σ. τινὰ τῆς σωτηρίας, ψυχῆς, etc., Th.7.71, Pl.Lg. 873e, etc.; ὅσα τροφὴν ἡ γῆ πέφυκεν βούλεσθαι φέρειν, μὴ στερείτω τὸν ζῶνθ' ἡμῶν ib. 958e:—[voice] Pass., to be deprived or robbed of anything, c. gen.,στερηθεὶς ὅπλων Pi.N.8.27
; τῶν ὀμμάτων, τῆς ὄψιος στερηθῆναι, Hdt.6.117, 9.93;φροντίδος στερηθείς A.Ag. 1530
(lyr.);τῆς βασιληΐης ἐστέρημαι Hdt.3.65
, cf. 5.84;τοῖ παιδὸς ἐστερημένος Id.1.46
;γαίας πατρῴας A.Eu. 755
;μετοικίας τῆς ἄνω S.Ant. 890
; ;τῆς πόλεως Antipho 2.2.9
(as v.l.), X.Mem.1.1.8; ἀγαθῶν And 3.8, cf. Isoc.5.133, Pl.Phlb. 66e, etc.: abs., τὸ ἐστερῆσθαι state of negation or privation, Arist.Cat. 12a35.II rarely c. acc. rei, take away,μισθόν AP9.174.12
(Pall.): —[voice] Pass., to have taken from one,πλούτου.. κτῆσιν ἐστερημένῃ S.El. 960
(though the acc. may be construed with στένειν); φασγάνῳ βίον στερείς E.Hel.95
. -
3 Αἴας
Αἴας (Αἴας, -αντος, -αντα, -αν.)a son of Telamon, of Salamis.ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν N. 2.14
ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48
οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος N. 7.26
cf. χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν sc. after the contest with Odysseus over Achilles' armour N. 8.27ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν I. 4.35
καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ I. 5.48
οὐδ' ἔστιν πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος οὐδἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.26
“ καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” (v. ἐπώνυμος.) I. 6.53 ὑπερμενὲς ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (voc., v. ἀκαμαντοχάρμας) fr. 184.b son of Ileus, of Lokris. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh.) O. 9.112 -
4 ὅπλον
1 arms, armourἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.14
ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμον ἀθρόοι N. 1.51
ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας i. e. the armour of Achilles N. 7.25 χρυσέων γὰρ Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν the armour of Achilles N. 8.27 ἱκέσθαι χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν N. 10.14
ὅπλα δ' ἀπ Ἄργεος (sc. ἐξοχώτατά ἐστι) fr. 106. 5. ὁπλοι[ P. Oxy. 841, fr. 93. -
5 παλαίω
1 wrestle κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων (sc. Κυράναν) P. 9.27 met.,χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν N. 8.27
-
6 στερέω
-
7 φόνος
φόνος (-ου, -ῳ, -ον)a bloodἈχιλέος· ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε Τηλέφου μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον I. 8.50
b bloodshedμάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον N. 3.46
χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν N. 8.27
παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.37ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
παῖδα ποντίας Θέτιος θρασεῖ φόνῳ πεδάσαις Pae. 6.86
κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3. met., v. φονός. -
8 χρύσεος
χρύσεος (-έῳ, -εον. -έων, -έων, -έοις: -έα, -έας, -έας, -έᾳ, -έαν, -έα, -εαι, -εᾶν, -έαις(ι), - έαις(ιν), -έας; -έῳ, -εον, -έων, -έων, -έοις: synizesis is allowed only when the first syllable is long: χρᾰς- occurs 10 times, O. 1.87, P. 3.73, P. 4.4, 144, 231, P. 9.56, P. 10.40, N. 5.7, I. 7.49, Pae. 6.92)a golden of things, i. e. made of, decorated with gold; esp. of that which belongs to the gods.θεὸς ἔδωκεν δίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
χρυσέας ὑποστάσαντες κίονας O. 6.1
βρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν (Tricl.: - έαισι codd.) O. 7.34χρυσέα φόρμιγξ P. 1.1
χρυσέοις τόξοισιν P. 3.9
Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον χρυσέαις ἐν ἕδραις P. 3.94
χρυσέαν φιάλαν P. 4.193
“ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω, κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” P. 4.231 ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ (sc. Ἀπόλλων) P. 9.6 “ δώμασιν ἐν χρυσέοις” (in Olympos) P. 9.56χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρὸν P. 11.4
φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων N. 5.24
χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν N. 8.27
“ οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν” N. 10.88 χρυσέων οἴκων ἄναξ (sc. Ἡρακλέης) I. 4.60 χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (of the third Delphic temple of Apollo) Πα... κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194. 1. μάλων χρυσέων φύλαξ (sc. Πίνδαρος) fr. 288. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι (of those greedy for gold) fr. 223.b gold in colour “ σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” P. 4.144ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων Λοξία I. 7.49
νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο Pae. 6.92
τότε χρύσεαᾰ ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον Pae. 6.137
c magnificent, splendid, of horses, χρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις (Er. Schmid: -αισίν ἀν, -έαις κἀν codd.) O. 1.41ἀν' ἵπποις χρυσέαις O. 8.51
χρυσέαισιν ἵπποις fr. 30. 2. of crowns,κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.13
δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες P. 10.40
Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17
of gods,χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος O. 13.8
ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων N. 5.7
χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας I. 2.26
αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν I. 8.5
generally,ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν P. 3.73
χρυσέων Διὸς αἰετῶν P. 4.4
χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ Pae. 6.1
-
9 ὅπλον
ὅπλον, τό (nach Buttm. Lexil. II, 216 mit ἕπω zusammenhangend; verwandt mit Wappen, Waffe), übh. Werkzeug, Geräth; bes. – a) alles zur Ausrüstung eines Schiffes Gehörige, Takelwerk; πάντα ὅπλα, τά τε νῆες φορέουσιν, Od. 2, 390, öfter in der Od., auch ein einzelnes Tau, ὅπλον νεός, 21, 390, wie ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ 14, 346; u. so übh. Tau, Strick, τὰ ἐκ τῶν γεφυρέων Her. 9, 115, vgl. 7, 25. – b) von allem Handwerkzeuge; ἦλϑε δὲ χαλκεύς, ὅπλ' ἐν χερσὶν ἔχων χαλκήϊα, Od. 3, 433, des Schmiedes, wie Il. 18, 409. 412; ἀρούρης ὅπλον heißt die Sichel, Antiphil. 4 (VI, 95). – c) am gewöhnlichsten das Kriegsgeräth, Harnisch und Schild; ὅπλοισιν ἔνι δεινοῖσιν ἐδύτην, Il. 10, 254; 19, 21. 11, 17 ff.; χρυσέων ὅπλων στερηϑείς, Pind. N. 8, 27; ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις, P. 10, 14; χάλκεα, N. 10, 14 u. öfter; ἀρήϊα ὅπλα, Aesch. Spt. 114 und öfter, nur im plur., wie auch bei Soph., πολλῶν μεϑ' ὅπλων, d. i. mit vielen Bewaffneten, Ant. 115; Eur. hat den sing. Herc. Fur. 161. 570. 942, sonst immer den plur. – Bes. ist bei Her. u. den Attikern τὸ ὅπλον der große Schild (dah. ὅπλα προβάλλεσϑαι, μεταβάλλεσϑαι, vgl. Pol. 1, 22, 10. 3, 71, 4), mit dem das nach ihm benannte schwere Fußvolk bewaffnet ist, u. der Harnisch, dah. gern der plur. gebraucht wird; Her. hat den sing. 4, 23, οὐδέ τι ἀρήϊον ὅπλον ἐκτέαται, wie 4, 177; ὅτι ἑκάστῳ παρέ τυχεν ὅπλον, Plat. Rep. V, 474 a, sonst auch bei Plat. immer im plur.; ἐν ὅπλοις μάχεσϑαι, Gorg. 456 d; ὅπλα ἀπ οβαλών, Conv. 179 a; ὅπλα ἀφείς, Apol. 39 a, wie Xen. u. A.; auch ῥίπτειν τὰ ὅπλα, παραδιδόναι u. ä., s. diese verba; ὅταν ὅπλα εἰς τὰς χεῖρας λάβωμεν, Plat. Legg. I, 638 a; ἐν τοῖς ὅπλοις εἶναι, in den Waffen, bewaffnet sein, Xen. An. 3, 2, 28; vgl. Her. 1, 13; Thuc. 6, 74; κατατίϑεσϑαι, die Waffen niederlegen, Xen. An. 5, 2, 15 u. öfter; τίϑεσϑαι τὰ ὅπλα, die Waffen, bes. den Schild vor die Füße hinsetzen, was sowohl beim Haltmachen geschieht, Xen. An. 1, 5, 14. 4, 2, 16 u. öfter, als beim Antreten u. sich in Reih' u. Glied Aufstellen, οἱ ὁπλῖται ἔϑεντο τὰ ὅπλα, οἱ μὲν περὶ τὰ σταυρώματα, οἱ δὲ κατὰ τὴν ὁδόν, 5, 2, 19 (vgl. Hell. 3, 1, 23; Her. 9, 52; ϑέμενοι ἐς τὴν ἀγορὰν τὰ ὅπλα, Thuc. 2, 2); vollständiger, εἰς τάξιν τὰ ὅπλα τίϑεσϑαι, 2, 2, 8; auch ἀντία τὰ ὅπλα τίϑ., 4, 3, 26 (vgl. Hell. 7, 3, 9; Her. 1, 62. 5, 74); κατὰ χώραν, auf seinen Platz zurückkehren u. die Waffen, den Schild u. Speer hinstellen, 1, 5, 17; dah. κεῖται τὰ ὅπλα, die Bewaffneten stehen, 4, 2, 20; παραγγέλλειν εἰς τὰ ὅπλα, unter die Waffen treten lassen, 1, 5, 13; νυκτερεύειν ἐν τοῖς ὅπλοις, unter den Waffen die Nacht zubringen, 6, 2, 27. Wie An. 2, 2, 20 zeigt, wurden die Waffen vor der Front aufgestellt; dah. τὰ ὅπλα auch geradezu »das Lager« heißt, πρὸ τῶν ὅπλων, An. 2, 4, 15; für die ὁπλῖται selbst steht es offenbar An. 2, 2, 4, ἕπεσϑε τῷ ἡγουμένῳ τὰ μὲν ὑποζύγια ἔχοντες πρὸς τοῦ ποταμοῦ, τὰ δὲ ὅπλα ἔξω, vgl. 3, 2, 36 Cyr. 5, 4, 45, wie man auch ἐξέτασιν ὅπλων ποιεῖσϑαι Thuc. 4, 74 nehmen kann, u. so bei Sp.; – ἥκειν ἐν τοῖς ὅπλοις, Pol. 9, 6, 6; ἐποιοῦντο συναγωγὰς ἐπὶ τῶν ὅπλων, 5, 64, 4. – Uebtr. τῶν ὅπλων τῶν ἐπὶ τὴν Ἴλιον μετεσχηκότες, Ael. N. A. 1, 1. – Bei Nic. Ir. 2, 31 das männliche Glied.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий